- σαράγι
- το, Νβλ. σαράι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ακ-Σαραγί — (14ος αι.). Τούρκος ιεροδιδάσκαλος (ουλεμάς) που έζησε την εποχή του Μουράτ Α’. Το όνομά του ήταν Σεΐχ Δζεμαλεντίν Μεχμέτ, τον αποκαλούσαν όμως Α.Σ. από το όνομα της πόλης της καταγωγής του Ακ Σαράι (το Ικόνιο στα τουρκικά). Στον τρόπο… … Dictionary of Greek
σαράι — και σαράγι και σεράι και σεράγι, το, Ν 1. (στον ισλαμικό κόσμο) πύργος, ανάκτορο 2. (ειδικά) το ανάκτορο τού σουλτάνου τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ή και άλλων υψηλών αξιωματούχων της 3. μτφ. μεγάλο και πολυτελές οίκημα 4. φρ. «Η απαγωγή από το… … Dictionary of Greek